εξολισθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξολισθητικός < εξολισθάνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξολισθητικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με το εξολίσθηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εξολισθάνω και ολισθαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξολισθητικός
|