εξολκέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

εξολκέας που χρησιμοποιείται στη μηχανουργία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξολκέας οι εξολκείς
      γενική του εξολκέα των εξολκέων
    αιτιατική τον εξολκέα τους εξολκείς
     κλητική εξολκέα εξολκείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξολκέας < εξ- + αρχαία ελληνική ὁλκή + -έας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξολκέας αρσενικό

  1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή αντικειμένου που είναι σφηνωμένο
  2. εξάρτημα αρκετών πυροβόλων όπλων το οποίο βγάζει τον άδειο κάλυκα μετά τη χρήση

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη έλκω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]