εξομοιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξομοιώνω < αρχαία ελληνική ἐξομοιόω / ἐξομοιῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξομοιώνω (παθητική φωνή: εξομοιώνομαι)

  1. θεωρώ όμοια δύο πράγματα που είναι μεταξύ τους ανόμοια
  2. κάνω ενέργειες, ώστε κάτι να αποκτήσει ίση αξία με κάτι άλλο ανώτερό του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]