εξομολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομολογώ, εξομολογούμαι και εξομολογιέμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εξομολογημένος, -η, -ο
- για έγκλημα ή αμαρτία που το έχω εξομολογηθεί
- αμαρτία εξομολογημένη αμαρτία δεν είναι
- για άνθρωπο που έχει εξομοληγηθεί, που έχει συμμετάσχει στο μυστήριο της εξομολόγησης