Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξονυχίζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐξονυχίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξονυχίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐξονυχίζω

εξονυχίζω (παθητική φωνή: εξονυχίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]