εξονύχιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξονύχιση | οι | εξονυχίσεις |
γενική | της | εξονύχισης* | των | εξονυχίσεων |
αιτιατική | την | εξονύχιση | τις | εξονυχίσεις |
κλητική | εξονύχιση | εξονυχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξονυχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξονύχιση θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξονυχίζω