εξοπλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξοπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξοπλίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]εξοπλισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξοπλίζω