εξορθολογίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξορθολογίζω < εξ- + ορθολογίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξορθολογίζω
- (λόγιο) κάνω κάτι πιο ορθολογικό, το κάνω με ορθολογικό τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξορθολογίζω
|