εξορθολογιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξορθολογιστικός η εξορθολογιστική το εξορθολογιστικό
      γενική του εξορθολογιστικού της εξορθολογιστικής του εξορθολογιστικού
    αιτιατική τον εξορθολογιστικό την εξορθολογιστική το εξορθολογιστικό
     κλητική εξορθολογιστικέ εξορθολογιστική εξορθολογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξορθολογιστικοί οι εξορθολογιστικές τα εξορθολογιστικά
      γενική των εξορθολογιστικών των εξορθολογιστικών των εξορθολογιστικών
    αιτιατική τους εξορθολογιστικούς τις εξορθολογιστικές τα εξορθολογιστικά
     κλητική εξορθολογιστικοί εξορθολογιστικές εξορθολογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξορθολογιστικός < εξορθολογίζω + -ιστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξορθολογιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]