εξορκιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξορκιστής < (ελληνιστική κοινή) ἐξορκιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξορκιστής αρσενικό (θηλυκό: εξορκίστρια)
- αυτός που κάνει εξορκισμούς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εξορκίζω