εξορμήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξορμήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξορμώ
  2. θα εξορμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξορμώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εξορμήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξόρμηση