εξορμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξορμητικός < ελληνιστική κοινή ἐξορμητικός < αρχαία ελληνική ἐξορμάω
Επίθετο[επεξεργασία]
εξορμητικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξορμητικός
|