εξορμητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξορμητικός η εξορμητική το εξορμητικό
      γενική του εξορμητικού της εξορμητικής του εξορμητικού
    αιτιατική τον εξορμητικό την εξορμητική το εξορμητικό
     κλητική εξορμητικέ εξορμητική εξορμητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξορμητικοί οι εξορμητικές τα εξορμητικά
      γενική των εξορμητικών των εξορμητικών των εξορμητικών
    αιτιατική τους εξορμητικούς τις εξορμητικές τα εξορμητικά
     κλητική εξορμητικοί εξορμητικές εξορμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξορμητικός < ελληνιστική κοινή ἐξορμητικός < αρχαία ελληνική ἐξορμάω

Επίθετο[επεξεργασία]

εξορμητικός

  1. που έχει σχέση με την εξόρμηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που γίνεται με εξόρμηση
  3. που τείνει να εξορμά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]