εξοστρακίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξοστρακίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εξοστρακίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εξοστρακίζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξοστρακίζομαι
|