εξοφλητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξοφλητήριο | τα | εξοφλητήρια |
γενική | του | εξοφλητήριου & εξοφλητηρίου |
των | εξοφλητήριων & εξοφλητηρίων |
αιτιατική | το | εξοφλητήριο | τα | εξοφλητήρια |
κλητική | εξοφλητήριο | εξοφλητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξοφλητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξοφλητήριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξοφλητήριο ουδέτερο
- έγγραφο το οποίο αποδεικνύει μια εξόφληση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξοφλητήριο
|