εξοχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξοχικός | η | εξοχική | το | εξοχικό |
γενική | του | εξοχικού | της | εξοχικής | του | εξοχικού |
αιτιατική | τον | εξοχικό | την | εξοχική | το | εξοχικό |
κλητική | εξοχικέ | εξοχική | εξοχικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξοχικοί | οι | εξοχικές | τα | εξοχικά |
γενική | των | εξοχικών | των | εξοχικών | των | εξοχικών |
αιτιατική | τους | εξοχικούς | τις | εξοχικές | τα | εξοχικά |
κλητική | εξοχικοί | εξοχικές | εξοχικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εξοχικός, -ή, -ό
- σχετικός με την εξοχή, την τοποθεσία έξω από κατοικημένες περιοχές
- εξοχική κατοικία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εξοχή