εξπρεσιονιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξπρεσιονιστικός η εξπρεσιονιστική το εξπρεσιονιστικό
      γενική του εξπρεσιονιστικού της εξπρεσιονιστικής του εξπρεσιονιστικού
    αιτιατική τον εξπρεσιονιστικό την εξπρεσιονιστική το εξπρεσιονιστικό
     κλητική εξπρεσιονιστικέ εξπρεσιονιστική εξπρεσιονιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξπρεσιονιστικοί οι εξπρεσιονιστικές τα εξπρεσιονιστικά
      γενική των εξπρεσιονιστικών των εξπρεσιονιστικών των εξπρεσιονιστικών
    αιτιατική τους εξπρεσιονιστικούς τις εξπρεσιονιστικές τα εξπρεσιονιστικά
     κλητική εξπρεσιονιστικοί εξπρεσιονιστικές εξπρεσιονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξπρεσιονιστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική expressionniste[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

εξπρεσιονιστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]