εξτρεμιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εξτρεμιστικά < εξτρεμιστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξτρεμιστικά
- με εξτρεμιστικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξτρεμιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξτρεμιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξτρεμιστικό