εξυμνήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εξυμνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξυμνώ
- θα εξυμνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξυμνώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εξυμνήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξύμνηση