εξυμνούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξυμνούμαι < εξυμνώ
Ρήμα[επεξεργασία]
εξυμνούμαι
- απαγγέλλουν ύμνους προς τιμή μου
- (μεταφορικά) με επαινούν για κάτι