εξυπηρετήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξυπηρετήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εξυπηρέτηση
- εναλλακτικά: εξυπηρέτησης
εξυπηρετήσεως θηλυκό