εξυπνοπούλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξυπνοπούλι τα εξυπνοπούλια
      γενική του εξυπνοπουλιού των εξυπνοπουλιών
    αιτιατική το εξυπνοπούλι τα εξυπνοπούλια
     κλητική εξυπνοπούλι εξυπνοπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξυπνοπούλι < έξυπνο + -ο- + πουλί +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksi.pnoˈpu.li/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξυπνοπούλι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]