εξωεδαφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωεδαφικός η εξωεδαφική το εξωεδαφικό
      γενική του εξωεδαφικού της εξωεδαφικής του εξωεδαφικού
    αιτιατική τον εξωεδαφικό την εξωεδαφική το εξωεδαφικό
     κλητική εξωεδαφικέ εξωεδαφική εξωεδαφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωεδαφικοί οι εξωεδαφικές τα εξωεδαφικά
      γενική των εξωεδαφικών των εξωεδαφικών των εξωεδαφικών
    αιτιατική τους εξωεδαφικούς τις εξωεδαφικές τα εξωεδαφικά
     κλητική εξωεδαφικοί εξωεδαφικές εξωεδαφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωεδαφικός < εξω- + εδαφικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξωεδαφικός αρσενικό

  1. που αφορά εδάφη του εξωτερικού (εκτός της επικράτειας)
    Νομοθεσία τρίτων χωρών ενδέχεται να έχει εξωεδαφικό αντίκτυπο και επιπτώσεις που επιδρούν άμεσα τόσο σε εταιρίες όσο και σε πολίτες εντός της επικράτειας (Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, 14 Δεκεμβρίου 2011, O-000326/2011, Ερώτηση με αίτημα προφορικής απάντησης προς την Επιτροπή, Άρθρο 115 του Κανονισμού, Jan Philipp Albrecht, Rui Tavares, Raül Romeva i Rueda, Judith Sargentini, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE, Θέμα: Εξωεδαφικός αντίκτυπος της νομοθεσίας τρίτων χωρών και νομοθεσία της ΕΕ περί προστασίας δεδομένων Ευρωκοινοβούλιο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]