εξωεδαφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξωεδαφικός αρσενικό
- που αφορά εδάφη του εξωτερικού (εκτός της επικράτειας)
- Νομοθεσία τρίτων χωρών ενδέχεται να έχει εξωεδαφικό αντίκτυπο και επιπτώσεις που επιδρούν άμεσα τόσο σε εταιρίες όσο και σε πολίτες εντός της επικράτειας (Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, 14 Δεκεμβρίου 2011, O-000326/2011, Ερώτηση με αίτημα προφορικής απάντησης προς την Επιτροπή, Άρθρο 115 του Κανονισμού, Jan Philipp Albrecht, Rui Tavares, Raül Romeva i Rueda, Judith Sargentini, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE, Θέμα: Εξωεδαφικός αντίκτυπος της νομοθεσίας τρίτων χωρών και νομοθεσία της ΕΕ περί προστασίας δεδομένων Ευρωκοινοβούλιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωεδαφικός