εξωελληνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωελληνικός η εξωελληνική το εξωελληνικό
      γενική του εξωελληνικού της εξωελληνικής του εξωελληνικού
    αιτιατική τον εξωελληνικό την εξωελληνική το εξωελληνικό
     κλητική εξωελληνικέ εξωελληνική εξωελληνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωελληνικοί οι εξωελληνικές τα εξωελληνικά
      γενική των εξωελληνικών των εξωελληνικών των εξωελληνικών
    αιτιατική τους εξωελληνικούς τις εξωελληνικές τα εξωελληνικά
     κλητική εξωελληνικοί εξωελληνικές εξωελληνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωελληνικός < εξω- + ελληνικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξωελληνικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]