εξωλέμβιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωλέμβιος η εξωλέμβια το εξωλέμβιο
      γενική του εξωλέμβιου της εξωλέμβιας του εξωλέμβιου
    αιτιατική τον εξωλέμβιο την εξωλέμβια το εξωλέμβιο
     κλητική εξωλέμβιε εξωλέμβια εξωλέμβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωλέμβιοι οι εξωλέμβιες τα εξωλέμβια
      γενική των εξωλέμβιων των εξωλέμβιων των εξωλέμβιων
    αιτιατική τους εξωλέμβιους τις εξωλέμβιες τα εξωλέμβια
     κλητική εξωλέμβιοι εξωλέμβιες εξωλέμβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωλέμβιος < έξω + λέμβος + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

εξωλέμβιος -α, -ο

  1. (ναυτικός όρος): κινητήρας που ανήκει σε λέμβο (βάρκα) ή μεγαλύτερο σκάφος και φέρεται εξωτερικά.
    εξωλέμβιος κινητήρας, εξωλέμβια μηχανή, εξωλέμβιο μοτέρ

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]