εξωλογιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωλογιστικός η εξωλογιστική το εξωλογιστικό
      γενική του εξωλογιστικού της εξωλογιστικής του εξωλογιστικού
    αιτιατική τον εξωλογιστικό την εξωλογιστική το εξωλογιστικό
     κλητική εξωλογιστικέ εξωλογιστική εξωλογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωλογιστικοί οι εξωλογιστικές τα εξωλογιστικά
      γενική των εξωλογιστικών των εξωλογιστικών των εξωλογιστικών
    αιτιατική τους εξωλογιστικούς τις εξωλογιστικές τα εξωλογιστικά
     κλητική εξωλογιστικοί εξωλογιστικές εξωλογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωλογιστικός < εξω- + λογιστικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kso.lo.ʝi.stiˈkos/
ομόηχο: εξωλογιστικώς

Επίθετο[επεξεργασία]

εξωλογιστικός, -ή, -ό

  • (λογιστική) που δεν προκύπτει από λογιστικό υπολογισμό
    ※  Μια σημαντική απόφαση για το πότε θα πρέπει να γίνεται λογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος φορολογουμένων και πότε εξωλογιστικός προσδιορισμός εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ: Πότε πρέπει να γίνεται λογιστικός προσδιορισμός εισοδημάτων, insider.gr, 11-07-2017 [1])

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]