εξωνάρθηκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξωνάρθηκας οι εξωνάρθηκες
      γενική του εξωνάρθηκα των εξωναρθήκων
    αιτιατική τον εξωνάρθηκα τους εξωνάρθηκες
     κλητική εξωνάρθηκα εξωνάρθηκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωνάρθηκας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐξωνάρθηξ[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε εξω- + νάρθηκας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksoˈnaɾ.θi.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω‐νάρ‐θη‐κας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξωνάρθηκας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]