εξωπυραμιδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωπυραμιδικός η εξωπυραμιδική το εξωπυραμιδικό
      γενική του εξωπυραμιδικού της εξωπυραμιδικής του εξωπυραμιδικού
    αιτιατική τον εξωπυραμιδικό την εξωπυραμιδική το εξωπυραμιδικό
     κλητική εξωπυραμιδικέ εξωπυραμιδική εξωπυραμιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωπυραμιδικοί οι εξωπυραμιδικές τα εξωπυραμιδικά
      γενική των εξωπυραμιδικών των εξωπυραμιδικών των εξωπυραμιδικών
    αιτιατική τους εξωπυραμιδικούς τις εξωπυραμιδικές τα εξωπυραμιδικά
     κλητική εξωπυραμιδικοί εξωπυραμιδικές εξωπυραμιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωπυραμιδικός < εξω- + πυραμιδικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξωπυραμιδικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]