εξωραΐζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξωραΐζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξωραΐζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξωραΐζομαι | εξωραϊζόμουν(α) | θα εξωραΐζομαι | να εξωραΐζομαι | ||
β' ενικ. | εξωραΐζεσαι | εξωραϊζόσουν(α) | θα εξωραΐζεσαι | να εξωραΐζεσαι | (εξωραΐζου) | |
γ' ενικ. | εξωραΐζεται | εξωραϊζόταν(ε) | θα εξωραΐζεται | να εξωραΐζεται | ||
α' πληθ. | εξωραϊζόμαστε | εξωραϊζόμαστε εξωραϊζόμασταν |
θα εξωραϊζόμαστε | να εξωραϊζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξωραΐζεστε | εξωραϊζόσαστε εξωραϊζόσασταν |
θα εξωραΐζεστε | να εξωραΐζεστε | (εξωραΐζεστε) | |
γ' πληθ. | εξωραΐζονται | εξωραΐζονταν εξωραϊζόντουσαν |
θα εξωραΐζονται | να εξωραΐζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξωραΐστηκα | θα εξωραϊστώ | να εξωραϊστώ | εξωραϊστεί | ||
β' ενικ. | εξωραΐστηκες | θα εξωραϊστείς | να εξωραϊστείς | εξωραΐσου | ||
γ' ενικ. | εξωραΐστηκε | θα εξωραϊστεί | να εξωραϊστεί | |||
α' πληθ. | εξωραϊστήκαμε | θα εξωραϊστούμε | να εξωραϊστούμε | |||
β' πληθ. | εξωραϊστήκατε | θα εξωραϊστείτε | να εξωραϊστείτε | εξωραϊστείτε | ||
γ' πληθ. | εξωραΐστηκαν εξωραϊστήκαν(ε) |
θα εξωραϊστούν(ε) | να εξωραϊστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξωραϊστεί | είχα εξωραϊστεί | θα έχω εξωραϊστεί | να έχω εξωραϊστεί | εξωραϊσμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξωραϊστεί | είχες εξωραϊστεί | θα έχεις εξωραϊστεί | να έχεις εξωραϊστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξωραϊστεί | είχε εξωραϊστεί | θα έχει εξωραϊστεί | να έχει εξωραϊστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξωραϊστεί | είχαμε εξωραϊστεί | θα έχουμε εξωραϊστεί | να έχουμε εξωραϊστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξωραϊστεί | είχατε εξωραϊστεί | θα έχετε εξωραϊστεί | να έχετε εξωραϊστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξωραϊστεί | είχαν εξωραϊστεί | θα έχουν εξωραϊστεί | να έχουν εξωραϊστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωραΐζομαι
|