εξωραϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξωραϊσμός οι εξωραϊσμοί
      γενική του εξωραϊσμού των εξωραϊσμών
    αιτιατική τον εξωραϊσμό τους εξωραϊσμούς
     κλητική εξωραϊσμέ εξωραϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωραϊσμός < ελληνιστική κοινή ἐξωραϊσμός < ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος < ὥρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξωραϊσμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]