εξόγκωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξόγκωση | οι | εξογκώσεις |
γενική | της | εξόγκωσης* | των | εξογκώσεων |
αιτιατική | την | εξόγκωση | τις | εξογκώσεις |
κλητική | εξόγκωση | εξογκώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξογκώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξόγκωση < ελληνιστική κοινή ἐξόγκωσις < αρχαία ελληνική ἐξογκόω / ἐξογκῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξόγκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξογκώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξόγκωση
|