εξόδων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξόδων θηλυκό
- γενική πληθυντικού του έξοδος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξόδων ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του έξοδο