εξόδων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εξόδων θηλυκό
- γενική πληθυντικού του έξοδος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εξόδων ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του έξοδο