εξόρμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξόρμηση | οι | εξορμήσεις |
γενική | της | εξόρμησης* | των | εξορμήσεων |
αιτιατική | την | εξόρμηση | τις | εξορμήσεις |
κλητική | εξόρμηση | εξορμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξορμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξόρμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξόρμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐξορμάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈksoɾ.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξόρ‐μη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐όρ‐μη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξόρμηση θηλυκό
- η ενέργεια του εξορμώ
- η επίθεση, η έφοδος
- (μεταφορικά) συλλογική προσπάθεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις εξορμώ, εξ και ορμάω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- εξόρμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εξόρμηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)