εξόρμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξόρμηση οι εξορμήσεις
      γενική της εξόρμησης* των εξορμήσεων
    αιτιατική την εξόρμηση τις εξορμήσεις
     κλητική εξόρμηση εξορμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξορμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξόρμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξόρμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐξορμάω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈksoɾ.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξόρ‐μη‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐όρ‐μη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξόρμηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του εξορμώ
  2. η επίθεση, η έφοδος
  3. (μεταφορικά) συλλογική προσπάθεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις εξορμώ, εξ και ορμάω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]