εξόφθαλμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξόφθαλμος < αρχαία ελληνική ἐξόφθαλμος < ἐξ- + ὀφθαλμός
Επίθετο
[επεξεργασία]εξόφθαλμος
- (ιατρική) που πάσχει από εξοφθαλμία
- (ιατρική) που έχει σχέση με την εξοφθαλμία ή την προκαλεί
- (μεταφορικά) φανερός, οφθαλμοφανής, ολοφάνερος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη οφθαλμός