εξόχως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξόχως < έξοχος

Επίρρημα[επεξεργασία]

εξόχως

  1. εξαιρετικά, σε πολύ μεγάλο βαθμό
    ένα κείμενο εξόχως ενδιαφέρον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]