εξώκοσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξώκοσμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξώκοσμος αρσενικό

  1. (φυσική) ο κόσμος ή οι κόσμοι πέρα απ' το Σύμπαν
  2. ο μη υλικός κόσμος, ο πνευματικός κόσμος
  3. ο εξωκοσμικός, ο απόκοσμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]