εξώστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εξώστης | οι | εξώστες |
γενική | του | εξώστη | των | εξωστών |
αιτιατική | τον | εξώστη | τους | εξώστες |
κλητική | εξώστη | εξώστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξώστης < μεσαιωνική ελληνική ἐξώστης < αρχαία ελληνική ἐξώστης < ἐξωθέω / ἐξωθῶ (2: (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική balcone)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξώστης αρσενικό
- το μπαλκόνι, ιδιαίτερα αυτό που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση δημόσιων προσώπων μπροστά στον λαό
- (ειδικότερα) η κατασκευή για θεατές στο εσωτερικό αίθουσας θεάτρου ή κινηματογράφου, που βρίσκεται πιο ψηλά από την πλατεία
- (συνεκδοχικά) το κοινό που βρίσκεται στον εξώστη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)