εξ αδιαθέτου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξ αδιαθέτου < → δείτε τις λέξεις εξ και αδιάθετος (α- + διαθέτω)

Έκφραση[επεξεργασία]

εξ αδιαθέτου

  • (νομικός όρος) η κληρονομιά όταν δεν υπάρχει διαθήκη
    Σε περίπτωση εξ' αδιαθέτου διαδοχής τα απαιτούμενα δικαιολογητικά είναι .....
    Σε περίπτωση διαδοχής εκ διαθήκης τα απαιτούμενα δικαιολογητικά είναι .....

Μεταφράσεις[επεξεργασία]