εορτάζουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εορτάζουσα < εορτάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εορτάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εορτάζουσα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εορτάζουσα