εορτολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εορτολόγιο | τα | εορτολόγια |
γενική | του | εορτολόγιου & εορτολογίου |
των | εορτολόγιων & εορτολογίων |
αιτιατική | το | εορτολόγιο | τα | εορτολόγια |
κλητική | εορτολόγιο | εορτολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εορτολόγιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἑορτολόγιον < αρχαία ελληνική ἑορτή + -ο- + -λόγιο[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.oɾ.toˈlo.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ορ‐το‐λό‐γι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εορτολόγιο ουδέτερο
- (θρησκεία) κατάλογος στον οποίο έχουν καταγραφεί οι γιορτές ενός έτους καθώς και το σχετικό βιβλίο της εκκλησίας με πληροφορίες για τις εορτές και τους εορταζομένους αγίους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εορτολόγιο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εορτολόγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)