επάρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈpa.ɾa.tɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈpa.ɾa.ti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈpa.ɾa.tɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
επάρατος
- που τον απευχόμαστε, διότι οδηγεί στην καταστροφή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- επάρατη νόσος : ο καρκίνος (η χρήση της έκφρασης θα πρέπει να αποφεύγεται, καθώς υπονοεί ότι η νόσος είναι καταραμένη και/ή ανίατη, και θεωρείται παρωχημένη αλλά και προσβλητική για τους πάσχοντες από καρκίνο)
- επάρατη αίρεση: θρησκευτική διδασκαλία που παρεκκλίνει από την αυθεντική χριστιανική και οδηγεί σε πνευματική καταστροφή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επάρατος