επέρειση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επέρειση | οι | επερείσεις |
γενική | της | επέρεισης* | των | επερείσεων |
αιτιατική | την | επέρειση | τις | επερείσεις |
κλητική | επέρειση | επερείσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επερείσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επέρειση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπέρεισις < ἐπερίδομαι < ἐπί- + ἐρείδομαι, μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική appoggiatura
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επέρειση θηλυκό
- (παρωχημένο, μουσική) συνώνυμο του αποτζιατούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επέρειση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)