επήγαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επήγαν γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος πηγαίνω
επήγαν γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος πηγαίνω