επίβουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίβουλα < επίβουλ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
επίβουλα
- με επίβουλο τρόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίβουλα
|