επίγειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίγειος < αρχαία ελληνική ἐπίγειος < ἐπί + γῆ
Επίθετο[επεξεργασία]
επίγειος
- που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στη γη
- επίγειος ψηφιακός δέκτης
- που ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, σε αντίθεση με τον ουράνιο
- τα επίγεια αγαθά
- ≈ συνώνυμα: εγκόσμιος, υλικός
- ≠ αντώνυμα: επουράνιος, ουράνιος, υπερκόσμιος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- επίγειος παράδεισος: μέρος εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς