επίγευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίγευση | οι | επιγεύσεις |
γενική | της | επίγευσης* | των | επιγεύσεων |
αιτιατική | την | επίγευση | τις | επιγεύσεις |
κλητική | επίγευση | επιγεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιγεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίγευση < επί- + γεύση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aftertaste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίγευση θηλυκό
- (γαστρονομία) η γευστική εντύπωση που συνεχίζει να υφίσταται στο στόμα ή τον ουρανίσκο, ακόμα και μετά την κατάποση μιας τροφής ή ενός ποτού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίγευση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)