επίδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπίδικος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίδικος η επίδικη το επίδικο
      γενική του επίδικου της επίδικης του επίδικου
    αιτιατική τον επίδικο την επίδικη το επίδικο
     κλητική επίδικε επίδικη επίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίδικοι οι επίδικες τα επίδικα
      γενική των επίδικων των επίδικων των επίδικων
    αιτιατική τους επίδικους τις επίδικες τα επίδικα
     κλητική επίδικοι επίδικες επίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίδικος < αρχαία ελληνική ἐπίδικος < ἐπί + δίκη (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική litigieux)

Επίθετο[επεξεργασία]

επίδικος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται στην κρίση του δικαστηρίου
  2. που διεκδικείται στο δικαστήριο, σε δίκη
  3. επίμαχος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]