επίδομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίδομα < (ελληνιστική κοινή) ἐπίδομα < ἐπί + δόμα < δίδωμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίδομα ουδέτερο
- η αμοιβή που παίρνει επιπρόσθετα κάποιος εργαζόμενος για κάποιο λόγο
- το επίδομα πολυτέκνου, το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας
- το γενικότερο (οικονομικό ή άλλο) βοήθημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιδοματούχος
- → δείτε τη λέξη δίνω