επίδομα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίδομα τα επιδόματα
      γενική του επιδόματος των επιδομάτων
    αιτιατική το επίδομα τα επιδόματα
     κλητική επίδομα επιδόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίδομα < (ελληνιστική κοινήἐπίδομα < ἐπί + δόμα < δίδωμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίδομα ουδέτερο

  1. η αμοιβή που παίρνει επιπρόσθετα κάποιος εργαζόμενος για κάποιο λόγο
    το επίδομα πολυτέκνου, το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας
  2. το γενικότερο (οικονομικό ή άλλο) βοήθημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]