επίδοξος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπίδοξος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίδοξος η επίδοξη το επίδοξο
      γενική του επίδοξου της επίδοξης του επίδοξου
    αιτιατική τον επίδοξο την επίδοξη το επίδοξο
     κλητική επίδοξε επίδοξη επίδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίδοξοι οι επίδοξες τα επίδοξα
      γενική των επίδοξων των επίδοξων των επίδοξων
    αιτιατική τους επίδοξους τις επίδοξες τα επίδοξα
     κλητική επίδοξοι επίδοξες επίδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίδοξος < αρχαία ελληνική ἐπίδοξος < ἐπί + δόξα

Επίθετο[επεξεργασία]

επίδοξος, -η, -ο

  1. που επιδιώκει ή φιλοδοξεί να πετύχει στο μέλλον κάτι
  2. (υποτιμητικό) αυτός που αποτυγχάνει να κάνει κάτι
    επίδοξος ληστής
    (πληροφορική) επίδοξος χάκερ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]