επίδοση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίδοση οι επιδόσεις
      γενική της επίδοσης* των επιδόσεων
    αιτιατική την επίδοση τις επιδόσεις
     κλητική επίδοση επιδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίδοση < (καθαρεύουσα), (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίδοσις < ἐπιδίδωμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίδοση θηλυκό

  1. το μετρήσιμο αποτέλεσμα μιας προσπάθειας
  2. η οποιαδήποτε επίμονη ενασχόληση
  3. η αθλητική επιτυχία, το ρεκόρ
  4. (νομικός όρος, οικονομία η παράδοση (εγχείριση) στον αποδέκτη ενός εγγράφου δικαστικού, διοικητικού ή οικονομικού χαρακτήρα
  5. (μηχανολογία) η ισχύς ενός κινητήρα μιας μηχανής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]