επίζευξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίζευξη οι επιζεύξεις
      γενική της επίζευξης* των επιζεύξεων
    αιτιατική την επίζευξη τις επιζεύξεις
     κλητική επίζευξη επιζεύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιζεύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίζευξη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίζευξη θηλυκό

  • η εμφατική επανάληψη της ίδιας λέξης, χωρίς την παρεμβολή άλλων ανάμεσά τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]